- καταφέγγω
- καταφέγγω (Α)(επιτ. τ. τού φέγγω)1. φέγγω, φωτίζω2. καταπλήσσω, θαμπώνω με τη ρητορική μου δεινότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταυγάζω — (AM καταυγάζω) καταφωτίζω, καταλάμπω, καταφέγγω, λάμπω ζωηρά μσν. αρχ. (αμτβ.) φέγγω, φωτίζω, λάμπω αρχ. 1. (για τον ήλιο ή τη σελήνη) θαμπώνω με τη λάμψη μου 2. μέσ. καταυγάζομαι ατενίζω, στρέφω το βλέμμα σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐγάζω … Dictionary of Greek